περκνός

περκνός
-ή, -ό / περκνός, -ή, -όν, ΝΑ
1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο περκνός
α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.)
β) το πτηνό πλάγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ-νός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *perk- «μελανόστικτος, παρδαλός» με έρρινο επίθημα -νός (πρβλ. ερεμνός, κελαι-νός) και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. prśni- «μελανόστικτος» και αρχ. άνω γερμ. forhana «πέστροφα». Στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας, χωρίς έρρινο επίθημα, ανάγονται τα προσηγορικά πέρκος «είδος ιερακόμορφου πτηνού» και πέρκη «είδος ψαριού, η πέρκα» (πρβλ. και περκ-άζω, περκ-αίνω), τα οποία προϋποθέτουν αμάρτυρο επίθ. *περκός / *περκάς (πρβλ. λεῦκος / λεύκη < λευκός / λευκάς) και συνδέονται με μσν. ιρλδ. erc «μελανόστικτος», αλλά και «πέστροφα» και «αγελάδα» και «σαύρα», και με γαλατ. erch «μελανόστικτος». Στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας, τέλος, ανάγονται οι τ. που παραδίδονται από τον Ησύχιο: «πράκνον
μέλανα», από όπου με ανώμαλο φωνηεντισμό -ε- ο τ. «πρεκνόν
ποικιλόχροον ἔλαφον» και με φωνηεντισμό -ο- ο τ. πρόξ*, προκός «είδος ζαρκαδιού». Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η ΙΕ ρίζα *perk- αφ' ενός δεν είναι δηλωτική χρώματος αλλά τής έννοιας τού μελανόστικτου, τού παρδαλού, τού ποικιλόχρωμου, αφ' ετέρου ότι χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία διαφόρων ζώων, ψαριών και πτηνών που είχαν το χαρακτηριστικό τού μελανόστικτου, τού παρδαλού (πρβλ. πέρκος, πέρκη, πρόξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περκνός — dusky masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκνά — περκνός dusky neut nom/voc/acc pl περκνά̱ , περκνός dusky fem nom/voc/acc dual περκνά̱ , περκνός dusky fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκνόν — περκνός dusky masc acc sg περκνός dusky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκναῖσι — περκνός dusky fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκνοί — περκνός dusky masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκνοῦ — περκνός dusky masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκνῆς — περκνός dusky fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκνή — περκνός dusky fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Echte Barsche (Familie) — Echte Barsche Flussbarsch (Perca fluviatilis) Systematik Acanthomorpha Stachelflosser (Acanthopterygii) …   Deutsch Wikipedia

  • просо — укр., блр. просо, цслав. просо κέγχρος, болг. просо (Младенов 530), сербохорв. про̏со, словен. рrоsо̣̑, чеш., слвц., польск., в. луж. рrоsо, н. луж. рšоsо, полаб. prüsü. Надежные родственные формы отсутствуют, поскольку др. прусск. рrаssаn просо …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”